- χοντρομύτης
- α, ικο 1. толстоносый;2. (ο ) жаворонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρομύτης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει χοντρή μύτη 2. το αρσ. ως ουσ. ο χοντρομύτης ζωολ. κοινή ονομασία τού κοκκοθραύστη, ευρασιατικής σπίζας με πολύ μεγάλο κωνικό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο) * + μύτη (πρβλ. κοκκινο μύτης)] … Dictionary of Greek
χοντρομύτης, -α, -ικο — αυτός που έχει χοντρή μύτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)